σφίγγει

σφίγγει
σφίγγω
bind tight
pres ind mp 2nd sg
σφίγγω
bind tight
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… …   Dictionary of Greek

  • αγγουρόνερο — τό ο χυμός τού αγγουριού που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό τού προσώπου. Έχει την ιδιότητα να τονώνει και να λευκαίνει το δέρμα και, ιδιαίτερα, να σφίγγει τους πόρους (βλ. και αγγούρι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + νερό] …   Dictionary of Greek

  • αγκάλισμα — ἀγκάλισμα, το (Α) [ἀγκαλίζομαι] 1. αυτό που αγκαλιάζει κανείς, που σφίγγει στην αγκαλιά του 2. εναγκαλισμός, αγκάλιασμα …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • βιδολόγος — ο εργαλείο του οποίου η άκρη προσαρμόζεται στην εγκοπή της βίδας και με περιστροφική κίνηση τη σφίγγει ή τη χαλαρώνει, κατσαβίδι …   Dictionary of Greek

  • βόας — Κοινή ονομασία διαφόρων ερπετών της οικογένειας των βοϊδών, της τάξης των λεπιδωτών. Ένα από τα μεγαλύτερα είναι ο β. ο συσφιγκτήρας,που μερικοί σύγχρονοι ζωολόγοι τον θεωρούν ιδιαίτερο γένος. Όπως και τα άλλα βοϊδή, δεν είναι δηλητηριώδης· οι… …   Dictionary of Greek

  • δειραχθής — δειραχθής, ές (Α) αυτός που βαραίνει ή σφίγγει τον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • δεραγχής — δεραγχής, ές (Α) [δεράγχη] αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο πνιγηρός …   Dictionary of Greek

  • δεραιούχος — δεραιούχος, ον (Α) αυτός που συγκρατεί, που σφίγγει τον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + ουχος < έχω (πρβλ. πηδαλιούχος, πρυμνούχος)] …   Dictionary of Greek

  • στολίδωμα — τὸ, Α [στολιδοῡμαι] πτυχή ενδύματος, πιέτα («σφίγγει λεπτὸς στολιδώμασι πέπλος», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”